- βάκχι'
- βάκχια , Βάκχειοςofneut nom/voc/acc plβάκχιε , Βάκχειοςofmasc voc sgβάκχιαι , Βάκχειοςoffem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βακχί — Βακχίς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχι' — Βάκχια , Βάκχιος of neut nom/voc/acc pl Βάκχιε , Βάκχιος of masc voc sg Βάκχιαι , Βάκχιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχιάδαι/-ες — Γένος αρχόντων της Κορίνθου, που κατάγονταν από τον Βάκχι. Αρχικά το πολίτευμα των Β. ήταν βασιλικό (9ος–7ος αι. π.Χ.), έπειτα ολιγαρχικό (με ετήσιο Β. πρύτανη) έως το 657 π.Χ. Λέγεται πως οι Β. αποίκισαν την Κέρκυρα και τις Συρακούσες… … Dictionary of Greek
Βάκχ' — Βάκχαι , Βάκχη Bacchante fem nom/voc pl Βάκχᾱͅ , Βάκχη Bacchante fem dat sg (doric aeolic) Βάκχι , Βάκχις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)